Η "Mπουμπού" του Δημήτρη Μητσοτάκη, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Πασσά, στο Εν Αθήναις
- quas1modo
- 16 Μαΐ
- διαβάστηκε 6 λεπτά

Στο θέατρο Εν Αθήναις, από τις 3 Μαΐου έως την 1η Ιουνίου, κάθε Σαββατοκύριακο, η Μπουμπού του Δημήτρη Μητσοτάκη, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Πασσά, μας υποδέχεται στο σαλόνι της και μας κερνάει όλα τα καλούδια και τα γλυκά της κρητικής κουζίνας, με μικρή (μην πούμε και μεγάλη) προτίμηση στις τουλούμπες. Μας ξεναγεί στην ιστορία της ζωής της, μέσα από τα κεντήματά της, τις σκέψεις της, και κυρίως τις αναμνήσεις της. Μια αναπόληση που ξετυλίγεται σαν βεντάλια εποχής, όπου σε κάθε τσάκισή της, προβάλλει και μια διαφορετική ιστορία. Πότε με χιούμορ, πότε με πίκρα, με γέλιο και με δάκρυ, μέσα από τη ζωή και από τον θάνατο, η Μπουμπού, μέσα από το πέρασμα των εποχών, αποδεικνύει την φωτεινή της διαχρονικότητα, σε μια κοινωνία η οποία γνωρίζει και εφαρμόζει τον κοινωνικό ρατσισμό, σε οποιαδήποτε μορφή του. Η Μπουμπού όμως με το φωτεινό της χαμόγελο και με όλα όσα μας λέει, δίνει μαθήματα ανθρωπιάς.
Υπόθεση της παράστασης
Η Μπουμπού, γεννημένη για το θέατρο, είναι η πρωτότοκη μιας οικογένειας από την Κρήτη και έρχεται στον κόσμο σχεδόν επτά κιλά! Το ανεπτυγμένο της σώμα τη σημαδεύει για μια ζωή, μετατρέποντάς την σε στόχο χλευασμού, περιθωριοποίησης, απαξίωσης — και, κάποιες φορές, εκμετάλλευσης. Κι όμως, η Μπουμπού δεν το βάζει κάτω. Διαλέγει να βλέπει το φως, ακόμα κι όταν θυμώνει ή δακρύζει. Βρίσκει παρηγοριά στο φαγητό, με ιδιαίτερη αδυναμία στις λατρεμένες της τουλούμπες.
Η σκηνή δεν γίνεται ποτέ η ζωή της — τη γοητεύουν τελικά τα οικοκυρικά: η μαγειρική, η βελόνα, το κέντημα, τα σεμεδάκια και τα σεμέν. Με αφορμή το ράψιμο του νυφικού της εγγονής της, μας ξετυλίγει την πολυτάραχη, σχεδόν κινηματογραφική ζωή της, από το 1946 μέχρι σήμερα. Μια διαδρομή γεμάτη δυσκολίες, χαρές, χιούμορ, τραγούδια, ανατροπές, συγκίνηση, έναν μεγάλο έρωτα — και μια σειρά από μικρές ή μεγάλες θυσίες.

Χωρίς λεκτικούς ακροβατισμούς, χωρίς υπερβολές και σκηνοθετικές ακρότητες, ο λόγος του συγγραφέα Δημήτρη Μητσοτάκη, κυλάει μέσα από τη σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Πασσά, σαν ένα παλιό τραγούδι στο πικάπ- που δεν φεύγει από το κεφάλι σου γιατί κάτι λέει και σε σένα. Είναι μια σκηνοθεσία που δεν υπερφορτώνει · υπογραμμίζει.
Ανάλυση της παράστασης
Υπάρχουν παραστάσεις που τις παρακολουθείς κι ύστερα βγαίνεις έξω από το θέατρο και θαρρείς ότι η νύχτα απέκτησε φως. Έτσι νιώθει κανείς όταν δει την Μπουμπού. Αν και το θέμα της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σχετικά βαρύ, το φως της ψυχής και το ηθικό εκτόπισμα της ηρωϊδας, σε κάνουν να νιώθεις πολύ πιο ελαφρύς. Θαρρείς και ένα απαλό αεράκι σε απογειώνει λίγο πιο πάνω από το έδαφος, και η νύχτα γίνεται έστω και για λίγο, ημέρα. Ας μην κρυβόμαστε όμως πίσω από δάχτυλό μας. Ως θεατρική αφήγηση, η Μπουμπού, μιλά ξεκάθαρα για το στίγμα, το “λάθος” σύμφωνα με τα συνηθισμένα κριτήρια, σώμα, τη μοναξιά και την επιβίωση — κι όμως, καταφέρνει να γελά και να κάνει το κοινό της να γελάσει. Μια εξομολόγηση-χειροτεχνία, τρυφερή όσο τα κεντητά σεμέν από τα χέρια της ηρωίδας.
Η παράσταση βασίζεται στη νουβέλα του Δημήτρη Μητσοτάκη, ο οποίος, πέρα από ταλαντούχος και γνωστός μουσικός και τραγουδοποιός, έχει αναλάβει τη συγγραφή του κειμένου. Με έναν θεατρικό λόγο που διατηρεί τη ζωντάνια και τη σπιρτάδα του προφορικού κρητικού πλούτου, ξετυλίγεται η “φωνή” του μέσα από τις διηγήσεις της Μπουμπούς, η οποία με ειλικρινή, λιτό λόγο, ξορκίζει με το δυνατό της γέλιο τον πόνο και τραγουδάει προσπαθώντας να σπάσει την κατάρα των κακών αναμνήσεων και της σιωπής. Η μουσική δε και το τραγούδι του Δημήτρη Μητσοτάκη, μέσα από τη φωνή της Μάρθας Φριντζήλα στο τέλος της παράστασης, συνεχίζει και ηχεί στα αυτιά, για πολλή ώρα και φέρνει στη σκέψη, ξανά και ξανά, την πληθωρικότητα της Μπουμπούς και την ξάστερη της καρδιά. Το τραγούδι αυτό τελικά, έρχεται σαν λυγμός που δεν σε πνίγει — σε σηκώνει. Για κάποιο λόγο, ένιωσα ξανά ότι έγινα παιδί, όπως μόνο ένα παιδί θα μπορούσε να αντιληφθεί πλήρως την αγνότητα και το άδολο της ηρωϊδας του έργου…
Η απόδοση του έργου και η διασκευή, καθώς και η σκηνοθεσία του θεατρικού, δημιουργία του Κωνσταντίνου Πασσά αποφεύγουν τα στενά όρια του σκοτεινού μελοδραματισμού και φωτίζουν το έργο με μια γλυκόπικρη αίσθηση ρεαλισμού. Χωρίς λεκτικούς ακροβατισμούς, χωρίς υπερβολές και σκηνοθετικές ακρότητες, ο λόγος του συγγραφέα, κυλάει μέσα από τη σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Πασσά, σαν ένα παλιό τραγούδι στο πικάπ- εκείνο το τραγούδι που ανέφερα και πιο πριν, που δεν φεύγει από το κεφάλι σου γιατί κάτι λέει και σε σένα. Κάτι δικό σου. Είναι μια σκηνοθεσία που δεν υπερφορτώνει · υπογραμμίζει. Ένας εσωτερικός μονόλογος που όμως είμαστε όλοι αυτόπτες μάρτυρες, και ο οποίος αιωρείται με κάθε φύσημα του ανέμου, μεταξύ Κρήτης και Αθήνας, παρελθόντος και παρόντος, σώματος και ψυχής. Με την απλότητα ενός μονόπρακτου εξομολογητικού ύφους, ο σκηνοθέτης, με τη βοήθεια της Αλεξάνδρας Γαϊδατζή, κατορθώνει να ισορροπήσει τέλεια το κείμενο και την επί σκηνής ερμηνεία, δημιουργώντας ένα εξαιρετικά καλαίσθητο, γεμάτο ευαισθησία και φροντίδα, αποτέλεσμα. Η σκηνογραφία του δε, κατορθώνει να ντύσει την ίδια την μνήμη και όχι την εντύπωση, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο, ένα σύμπαν οικείο, σχεδόν βιωματικό.
Η Δήμητρα Κολλά, η οποία έχει αναλάβει επίσης την απόδοση - διασκευή της παράστασης, υποδύεται την ομώνυμη ηρωίδα με μια σπάνια γενναιοδωρία ψυχής και μια παρουσία, η οποία καθηλώνει. Με το βλέμμα στραμμένο σε ένα αόρατο και ταυτόχρονα ορατό κοινό, ξετυλίγει μια ζωή πλασμένη από απώλειες, δυσκολίες, τραυματικές εμπειρίες, αρρώστια, θάνατο, αλλά και γλέντια, έρωτα, χαρά και πολύ γέλιο. Καθώς κεντάει επί σκηνής το νυφικό της εγγονής της, μοιάζει να κεντάει μαζί του, όλες τις μνήμες που κράτησε μέσα της από την μέρα που ήρθε στον κόσμο. Και παρόλες τις δύσκολες στιγμές που έζησε, κατάφερε και διατήρησε σαν ανέπαφο καντήλι, το φως μέσα της. Ένα φως που ξεχωρίζει ακόμα και μέσα στα σκοτάδια της….πόσο μάλλον όταν ξεσπά σε ξέφρενο γέλιο μέσα από τις ραφές και τις πολυαγαπημένες της τουλούμπες.
Η αλήθεια είναι ότι η Μπουμπού δεν έγινε ποτέ ηθοποιός. Δεν ανέβηκε σε σκηνές, δεν πήρε ρόλους, δεν καταχειροκροτήθηκε στα φεστιβάλ. Έπαιξε όμως στη ζωή της τον πιο δύσκολο μονόλογο: αυτόν της γυναίκας που δεν της χαρίστηκε τίποτα – ούτε καν ο τίτλος της «φυσιολογικής». Μέσα σε μια κοινωνία που βάζει σε κουτάκια, οριοθετεί, δικάζει και καταδικάζει το διαφορετικό, το “έξω από τη νόρμα”, ως από μηχανής Θεός, η σκηνή του Θεάτρου Εν Αθήναις γίνεται το μικρό σύμπαν αυτής της γυναίκας – μια σκηνή που ράβεται, ξεράβεται και ξαναράβεται με βελόνα και κλωστή. Και στο κέντρο της, η Δήμητρα Κολλά, δεν υποδύεται απλώς. Ζει. Γελά. Θυμώνει. Καρτερεί. Κουβαλώντας πάνω της όχι μόνο τα κιλά, τις ραφές και τις υπομνήσεις μιας άλλης εποχής, αλλά και το πείσμα εκείνης της γυναίκας, εκείνου του γενναίου ανθρώπου, που δεν έγινε ποτέ αποδεκτή – και παρ’ όλα αυτά, δεν το ‘βαλε κάτω. Για τους λόγους αυτούς λοιπόν, μας προσφέρει μια γνήσια, υπέροχη, αυθεντική και ως εκ τούτου, αξέχαστη θεατρική στιγμή.

Η Δήμητρα Κολλά, δεν υποδύεται απλώς. Ζει. Γελά. Θυμώνει. Καρτερεί. Κουβαλώντας πάνω της όχι μόνο τα κιλά, τις ραφές και τις υπομνήσεις μιας άλλης εποχής, αλλά και το πείσμα εκείνης της γυναίκας, εκείνου του γενναίου ανθρώπου, που δεν έγινε ποτέ αποδεκτή – και παρ’ όλα αυτά, δεν το ‘βαλε κάτω. Για τους λόγους αυτούς λοιπόν, μας προσφέρει μια γνήσια, υπέροχη, αυθεντική και ως εκ τούτου, αξέχαστη θεατρική στιγμή.
Comments